αμαυρώνομαι

αμαυρώνομαι
αμαυρώνομαι, αμαυρώθηκα, αμαυρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατασκιάζω — (AM κατασκιάζω, Α και κατασκιῶ, άω) [κατάσκιος] καλύπτω τελείως με σκιά, κατακαλύπτω νεοελλ. παθ. κατασκιάζομαι καλύπτομαι εξ ολοκλήρου από σκιά, αμαυρώνομαι αρχ. 1. επισκιάζω 2. θάπτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”